ὑποκίνδυνος

ὑποκίνδυνος
ὑποκίνδῡν-ος, ον,
A somewhat dangerous, Pl.Lg.830e.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • υποκίνδυνος — ον, Α 1. κάπως επικίνδυνος 2. αυτός που βρίσκεται σε κίνδυνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + κίνδυνος (πρβλ. ἐπι κίνδυνος)] …   Dictionary of Greek

  • ὑποκίνδυνον — ὑποκίνδυνος somewhat dangerous masc/fem acc sg ὑποκίνδυνος somewhat dangerous neut nom/voc/acc sg ὑποκινδύνος masc/fem acc sg ὑποκινδύνος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποκινδύνοις — ὑποκίνδυνος somewhat dangerous masc/fem/neut dat pl ὑποκινδύνος masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποκινδύνους — ὑποκίνδυνος somewhat dangerous masc/fem acc pl ὑποκινδύνος masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κίνδυνος — Γενική έννοια που υποδηλώνει την κατάσταση αβεβαιότητας ως προς την πορεία ορισμένων γεγονότων, η οποία σχετίζεται με την ανυπαρξία πρόβλεψης για την έκβασή τους και απόλυτου ελέγχου πάνω σε αυτά. Η έννοια του κ. συνδέεται με τη δυνατότητα… …   Dictionary of Greek

  • ՎՆԱՍԱՐԱՐ — ( ) NBH 2 0828 Chronological Sequence: Unknown date, 6c ա. βλαβερός perniciosus ὐποκίνδυνος periculosus. Որ ինչ վնաս առնէ. վնասաբեր. վնասակար. եւ Վտանգաւոր. վշտաբեր. *Դէպ լինի (անձրեւել), եւ ոչ ʼի ժամու, մեծապէս վնասարար. Փիլ. նխ. ՟բ.:… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”